- ἀκρωτηριάζομαι
- ἀκρωτηριάζωcut offpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρωτηριάζομαι — ακρωτηριάζομαι, ακρωτηριάστηκα, ακρωτηριασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολοβίζομαι — (Α) [κολοβός] ακρωτηριάζομαι, κολοβώνομαι … Dictionary of Greek
παραπηρούμαι — όομαι, Α ακρωτηριάζομαι, μένω ανάπηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πηροῦμαι (< πηρός «ανάπηρος»)] … Dictionary of Greek